- χολεϊκός
- -ή, -ό, Νφρ. «χολεϊκά οξέα»(βιοχ.) γενική ονομασία μοριακών ενώσεων που σχηματίζονται κυρίως από το δεσοξυχολικό οξύ και λιπαρά οξέα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. choleic (acids)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.